πλέκω

πλέκω
πλέκω 1 aor. ἔπλεξα. Pass.: aor. ptc. πλακείς Is 28:5; pf. ptc. πεπλεγμένος (Hom. et al.; POsl 159, 10; 19 [III A.D.]; LXX; TestSol; JosAs ch. 11 cod. A [p. 53, ln. 11 Bat.]; ApcrEzk [Epiph. 70, 10]; EpArist 70; Philo, Aet. M. 105; Jos., Ant. 3, 170) weave, plait στέφανον a wreath (Epici p. 23, Cypria Fgm. 4, 2 K.=fgm 5 p. 47 B.; Pind. et al.) Mk 15:17. τὶ ἔκ τινος (Alciphron 2, 35, 1; Paus. 2, 35, 5 στεφ. ἐκ) Mt 27:29; J 19:2; pass. ApcPt 3:10.—B. 622. DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλέκω — plait pres subj act 1st sg πλέκω plait pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — πλέκω, έπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

  • πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — έπλεξα, πλέχτηκα, πλεγμένος 1. με στρίψιμο ή κατάλληλες κινήσεις κάνω καλάθι, δίχτυ, στεφάνι, δαντέλα, κάλτσα. 2. μτφ., σχεδιάζω, καταστρώνω, ετοιμάζω: Έπλεξαν με λουλούδια στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπλεγμένα — πλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκετε — πλέκω plait pres imperat act 2nd pl πλέκω plait pres ind act 2nd pl πλέκω plait imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκῃ — πλέκω plait pres subj mp 2nd sg πλέκω plait pres ind mp 2nd sg πλέκω plait pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξαι — πλέκω plait aor imperat mid 2nd sg πλέκω plait aor inf act πλέξαῑ , πλέκω plait aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξον — πλέκω plait aor imperat act 2nd sg πλέκω plait fut part act masc voc sg πλέκω plait fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξω — πλέκω plait aor subj act 1st sg πλέκω plait fut ind act 1st sg πλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”